μόνοιασμα

μόνοιασμα
τό
1) восстановление согласия; 2) примирение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μόνοιασμα" в других словарях:

  • μόνοιασμα — το, ατος η συμφιλίωση: Το μόνοιασμα ανάμεσα στο ζευγάρι έγινε χάρη στις προσπάθειες των δικηγόρων τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόνοιασμα — το [μονοιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μονοιάζω, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων, συμφιλίωση …   Dictionary of Greek

  • αδέλφωμα — και αδέρφωμα, το [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. σύμφυση βλαστών, παραφυάδων από το ίδιο στέλεχος ενός φυτού, κυρίως δημητριακών …   Dictionary of Greek

  • φιλίωσις — ώσεως, ἡ, Μ [φιλιῶ] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. στον πληθ. αἱ φιλιώσεις ερωτικές επαφές …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»